δάκρυσμα

δάκρυσμα
το
η εκροή δακρύων, το κλάμα: Δεν απόφυγε το δάκρυσμα όταν έμαθε για την τεράστια αποτυχία του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δάκρυσμα — το [δακρύζω] 1. η έκκριση δακρύων 2. το κλάμα, τα δάκρυα …   Dictionary of Greek

  • δακρύωμα — το [δακρυώνω] το δάκρυσμα …   Dictionary of Greek

  • κρυολόγημα — Ελαφρά λοιμώδης ασθένεια που προσβάλλει τη μύτη, τον λαιμό και τα ιγμόρεια. Υπάρχουν σχεδόν διακόσιοι διαφορετικοί ιοί που μπορούν να προκαλέσουν την ασθένεια. Τα ακριβή συμπτώματα μπορεί να διαφέρουν από ιό σε ιό, αλλά ένα τυπικό κ. εκδηλώνεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”